- φιλιοῖ
- φιλιόωmake a friend ofpres ind mp 2nd sgφιλιόωmake a friend ofpres opt act 3rd sgφιλιόωmake a friend ofpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φίλιοι — Φίλιος friendly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλιοι — φίλιος friendly masc nom/voc pl φίλιος friendly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρακος — κόρακος, ὁ (Α) 1. είδος εμπλάστρου 2. στον πληθ. οἱ κόρακοι σκυθική λέξη αντί φίλιοι δαίμονες («κοράκους καλεῑσθαι, τοῡτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοράξαι, παρ. ρ … Dictionary of Greek